Greek Meaning of maven

εμπειρογνώμονας

Other Greek words related to εμπειρογνώμονας

Definitions and Meaning of maven in English

Wordnet

maven (n)

someone who is dazzlingly skilled in any field

FAQs About the word maven

εμπειρογνώμονας

someone who is dazzlingly skilled in any field

σύμβουλος,ειδικός,γκουρού,κύριος,λόγιος,Καρχαρίας,άσσος,ικανός,καλλιτέχνης,αυθεντία

ερασιτέχνης,μαθητευόμενος,αρχάριος,νεόφυτος,αρχάριος,ερασιτέχνης,Δilletant,Άπειρος,Λαϊκός,μη ειδικός

mauvine => μαουβίνη, mauve-pink => Ροζ-μοβ, mauveine => Μωβέινη, mauve-blue => Μωβ-μπλε, mauve => Μωβ,