Greek Meaning of hotshot

καυτό σπέρμα

Other Greek words related to καυτό σπέρμα

Definitions and Meaning of hotshot in English

Wordnet

hotshot (n)

someone who is dazzlingly skilled in any field

FAQs About the word hotshot

καυτό σπέρμα

someone who is dazzlingly skilled in any field

άσσος,ικανός,καλλιτέχνης,ειδικός,γκουρού,κύριος,λόγιος,βιρτουόζος,μάγος,αυθεντία

ερασιτέχνης,μαθητευόμενος,αρχάριος,νεόφυτος,αρχάριος,Δilletant,Άπειρος,Λαϊκός,μη ειδικός,ερασιτέχνης

hot-short => θερμοσχιστοποιημένος, hot-rod => χοτ-ροντ, hot-rock penstemon => Penstemon hot-rock, hotpressed => θερμοπιεσμένο, hotpress => Θερμοπρέσα,