Greek Meaning of wriggly
Στριφτό
Other Greek words related to Στριφτό
- ανήσυχος
- Τρέμουλο
- σπασμωδικός
- σπασμωδικός
- αναστατωμένος
- στριφογυριστός
- ανήσυχος
- ανυπόμονος
- ανήσυχος
- τρεμουλιαστό
- αγχωμένος
- τρεμουλιαστός
- τρεμάμενος
- ανήσυχος
- ταραγμένος
- διστακτικός
- ανήσυχος
- νευρικός
- ταραγμένος
- τρεμάμενο
- ανήσυχος
- τρεμάμενος
- τρεμάμενος
- τεταμένος
- Τρέμουλο
- twittaholic
- ανήσυχος
- ανήσυχος
- Καθηλωμένος
Nearest Words of wriggly
Definitions and Meaning of wriggly in English
wriggly (s)
moving in a twisting or snake-like or wormlike fashion
FAQs About the word wriggly
Στριφτό
moving in a twisting or snake-like or wormlike fashion
ανήσυχος,Τρέμουλο,σπασμωδικός,σπασμωδικός,αναστατωμένος,στριφογυριστός,ανήσυχος,ανυπόμονος,ανήσυχος,τρεμουλιαστό
συλλεγέν,εύκολος,ακίνητος,ακόμα,Ήρεμος,κουλ,χαλαρός
wriggling => κουλουριασμένος, wriggler => σκουλήκι, wriggled => κουνήθηκε, wriggle => σπαρταρώ, wrig => Ριγκ,