Greek Meaning of fluttery
τρεμουλιαστό
Other Greek words related to τρεμουλιαστό
- διεγέρσιμος
- αγχωμένος
- ανήσυχος
- συναισθηματικός
- επιπόλαιος
- νευρικός
- Υπερκινητικός
- υπερκινητικός
- έντονο
- ευερέθιστος
- ανήσυχος
- νευρικός
- ευαίσθητος
- νευρικός
- συναισθηματικός
- σπασμωδικός
- τρομακτικός
- ασταθής
- ασταθής
- υπερ
- υπερεγέρσιμος
- ολισθηρός
- δραματικός
- αιχμηρός
- υστερικός
- οξύθυμος
- υπερευαίσθητος
- ευέξαπτος
- Μελοδραματικός
- υδραργυρικός
- θαρραλέος
- Αναστατωσιμος
- _ιδιότροπος_
- τεταμένος
- ευερέθιστος
- ευαίσθητος
- Καθηλωμένος
- ηφαιστειακός
- Συναισθηματικός
- διστακτικός
- ανέμελος
Nearest Words of fluttery
Definitions and Meaning of fluttery in English
fluttery
an unwanted oscillation (as of an aileron or a bridge) set up by natural forces, to move or cause the wings to move rapidly without flying or in short flights, to move about or behave in an excited aimless manner, to flap the wings rapidly, to move about or behave in an agitated aimless manner, flurry sense 2, commotion, an abnormal rapid spasmodic and usually rhythmic motion or contraction of a body part, an act of fluttering, a distortion in reproduced sound similar to but of a higher pitch than wow, fluctuation in the brightness of a television image, a small speculative venture or gamble, an unsteadiness of pitch in reproduced sound, abnormal spasmodic fluttering of a body part, flurry, commotion, to vibrate in irregular spasms, a state of nervous confusion or excitement, to move with quick wavering or flapping motions, to cause to flutter
FAQs About the word fluttery
τρεμουλιαστό
an unwanted oscillation (as of an aileron or a bridge) set up by natural forces, to move or cause the wings to move rapidly without flying or in short flights,
διεγέρσιμος,αγχωμένος,ανήσυχος,συναισθηματικός,επιπόλαιος,νευρικός,Υπερκινητικός,υπερκινητικός,έντονο,ευερέθιστος
Ήρεμος,συλλεγέν,κουλ,ατάραχος,αναίσθητος,Γαλήνιος,ήρεμος,αδιέγερτος,ατάραχος,ακλόνητος
flutters => φτερουγίζει, flutes => φλάουτο, flushes => κοκκινίζω, fluorescent lamps => Φθορίζοντες λαμπτήρες, fluorescences => φθορισμοί,