Greek Meaning of volcanic
ηφαιστειακός
Other Greek words related to ηφαιστειακός
- Άγριος
- άγριος
- θυμωμένος
- ταραγμένη
- επιθετικός
- βίαιος
- σπασμωδικός
- κυκλωνικός
- ζεστό
- παροξυσμικός
- λυσσασμένος
- τραχύς
- άγριος
- θυελλώδης
- καταιγιστικός
- ταραχώδης
- κακός
- ασταθής
- ταραγμένος
- ανταγωνιστικός
- διεκδικητικός
- βάρβαρος
- πολεμοχαρής
- εμπόλεμος
- αιματηρός
- κατακλυσμιαίος
- μαχητικός
- εύφλεκτος
- Αμφιλεγόμενος
- καταστροφικός
- σέρνω έξω
- Φρενήρης
- φρενήρης
- μονομάχος
- εχθρικός
- καταρρίπτω
- άγριος καυγάς
- τρελός
- μαχητικός
- φιλονικός
- καταστροφικός
- άγριος
- μπανγκ-μπανγκ
Nearest Words of volcanic
- volcanic crater => κρατήρας ηφαιστείου
- volcanic eruption => Ηφαιστειακή έκρηξη
- volcanic glass => Ηφαιστειακό γυαλί
- volcanic neck => Ηφαιστειακός αυχένας
- volcanic rock => Ηφαιστειακός βράχος
- volcanic wind => ηφαιστειακός άνεμος
- volcanically => ηφαιστειακά
- volcanicity => Ηφαιστειότητα
- volcanism => ηφαιστειότητα
- volcanist => ηφαιστειολόγος
Definitions and Meaning of volcanic in English
volcanic (a)
relating to or produced by or consisting of volcanoes
volcanic (s)
explosively unstable
igneous rock produced by eruption and solidified on or near the earth's surface; rhyolite or andesite or basalt
volcanic (a.)
Of or pertaining to a volcano or volcanoes; as, volcanic heat.
Produced by a volcano, or, more generally, by igneous agencies; as, volcanic tufa.
Changed or affected by the heat of a volcano.
FAQs About the word volcanic
ηφαιστειακός
relating to or produced by or consisting of volcanoes, explosively unstable, igneous rock produced by eruption and solidified on or near the earth's surface; rh
Άγριος,άγριος,θυμωμένος,ταραγμένη,επιθετικός,βίαιος,σπασμωδικός,κυκλωνικός,ζεστό,παροξυσμικός
Ήρεμος,Μη βίαιος,Ειρηνικός,ειρηνικός,ειρηνικός,ήρεμος,Γαλήνιος,Ήρεμος,μη εμπόλεμο,μη επιθετικός
volcanian => ηφαιστειακός, volcan de colima => Ηφαίστειο Κολίμα, volborthite => Βολβορίτης, vol-au-vent => vol-au-vent, volator => νυχτερίδα,