Greek Meaning of cataclysmic

κατακλυσμιαίος

Other Greek words related to κατακλυσμιαίος

Definitions and Meaning of cataclysmic in English

Wordnet

cataclysmic (s)

severely destructive

Webster

cataclysmic (a.)

Of or pertaining to a cataclysm.

FAQs About the word cataclysmic

κατακλυσμιαίος

severely destructiveOf or pertaining to a cataclysm.

καταστροφικός,καταστροφικός,μοιραίος,επιζήμιος,καταστροφικό,καταδικαστικό,καταστροφικός,μοιραίος,καταστροφικός,άτυχος

,τυχερός,χαρούμενος,τυχερός,Ευχάριστος,φωτεινό,ενθαρρυντικός,δίκαιο,τυχαίος,τυχερός

cataclysmal => κατακλυσμιαίος, cataclysm => κατακλυσμός, cataclinal => κατακλινής, cataclasm => Κατακλυσμός, catachrestical => Καταχρηστικός,