Greek Meaning of damning
καταδικαστικό
Other Greek words related to καταδικαστικό
- καταστροφικός
- καταστροφικός
- μοιραίος
- άτυχος
- καταστροφικό
- κατακλυσμιαίος
- καταστροφικός
- μοιραίος
- καταστροφικός
- επιζήμιος
- αποκαλυπτικός
- αποκαλυπτικός
- κακόβουλος
- ολέθριος
- κατακλυσμιαίος
- επιζήμιος
- επιβλαβής
- επιβλαβής
- κακός
- δυστυχισμένος
- επιβλαβές
- επιβλαβής
- άτυχος
- άτυχος
- επιζήμιος
- άτυχος
- επιβλαβής
- επιζήμιος
- επιβλαβής
Nearest Words of damning
Definitions and Meaning of damning in English
damning (s)
threatening with damnation
damning (p. pr. & vb. n.)
of Damn
damning (a.)
That damns; damnable; as, damning evidence of guilt.
FAQs About the word damning
καταδικαστικό
threatening with damnationof Damn, That damns; damnable; as, damning evidence of guilt.
καταστροφικός,καταστροφικός,μοιραίος,άτυχος,καταστροφικό,κατακλυσμιαίος,καταστροφικός,μοιραίος,καταστροφικός,επιζήμιος
,τυχερός,χαρούμενος,τυχερός,ελπιδοφόρος,θεόσταλτος,Ευχάριστος,φωτεινό,ενθαρρυντικός,δίκαιο
damnify => ζημιώνω, damnification => ζημία, damnific => επιβλαβής, damned => κατάρατος, damnatory => καταδικαστικός,