Greek Meaning of fluky

τυχερός

Other Greek words related to τυχερός

Definitions and Meaning of fluky in English

Wordnet

fluky (s)

subject to accident or chance or change

Webster

fluky (a.)

Formed like, or having, a fluke.

FAQs About the word fluky

τυχερός

subject to accident or chance or changeFormed like, or having, a fluke.

τυχερός,χαρούμενος,τυχερός,τυχαίος,κατάλληλος,,θεόσταλτος,απροσδόκητος,τυχαίο,ευνοϊκός

δυστυχισμένος,ενοχλητικός,ακατάλληλος,άτυχος,άτυχος,δυστυχισμένος,άτυχος,άκαιρος,αναμενόμενος,καταστροφικός

fluking => τυχαία, flukey => τυχαίος, flukeworm => Σχιστόσωμα, fluked => τυχερά, fluke => τύχη,