Greek Meaning of flume
αυλάκι
Other Greek words related to αυλάκι
- φαράγγι
- φαράγγι
- Φαράγγι
- κανόνι
- λάχανο
- Φαράγγι
- σχισμή
- κενό
- Βράγχια
- φαράγγι
- περάσει
- σέλα
- τάφρος
- κοιλάδα
- Άβυσσος
- Ρέμα
- χαράδρα
- Φαράγγι
- λεκάνη
- χάσμα / άβυσσος
- κάρος
- σχισμή
- Ακρωτήριο
- κόμβη
- κοιλάδα
- Φαράγγι
- σχισμή
- Φαράγγι
- κοιλάδα
- βεβηλώνω
- κοιλάδα
- ρωγμή
- πεδινή πλημμυρική ζώνη
- φαράγγι
- Κόλπος
- αυλάκι
- λαγκάδι
- υδρορροή
- κούφιος
- Βραστήρας
- χαράδρα
- καταρράκτης
- εγκοπή
- χείμαρος
- έγκλειστος
- γούρνα
- κοιλάδα
- ουάντι
- πλύσιμο
Nearest Words of flume
Definitions and Meaning of flume in English
flume (n)
a narrow gorge with a stream running through it
watercourse that consists of an open artificial chute filled with water for power or for carrying logs
flume (n.)
A stream; especially, a passage channel, or conduit for the water that drives a mill wheel; or an artifical channel of water for hydraulic or placer mining; also, a chute for conveying logs or lumber down a declivity.
FAQs About the word flume
αυλάκι
a narrow gorge with a stream running through it, watercourse that consists of an open artificial chute filled with water for power or for carrying logsA stream;
φαράγγι,φαράγγι,Φαράγγι,κανόνι,λάχανο,Φαράγγι,σχισμή,κενό,Βράγχια,φαράγγι
No antonyms found.
fluky => τυχερός, fluking => τυχαία, flukey => τυχαίος, flukeworm => Σχιστόσωμα, fluked => τυχερά,