Greek Meaning of col
λάχανο
Other Greek words related to λάχανο
- φαράγγι
- φαράγγι
- Φαράγγι
- κοιλάδα
- Άβυσσος
- κανόνι
- Φαράγγι
- βεβηλώνω
- αυλάκι
- κενό
- Βράγχια
- φαράγγι
- φαράγγι
- χαράδρα
- καταρράκτης
- περάσει
- σέλα
- Ρέμα
- χαράδρα
- Φαράγγι
- λεκάνη
- χάσμα / άβυσσος
- κάρος
- σχισμή
- Ακρωτήριο
- κόμβη
- κοιλάδα
- Φαράγγι
- σχισμή
- σχισμή
- Φαράγγι
- κοιλάδα
- κοιλάδα
- ρωγμή
- Κόλπος
- αυλάκι
- λαγκάδι
- υδρορροή
- κούφιος
- Βραστήρας
- εγκοπή
- χείμαρος
- τάφρος
- γούρνα
- κοιλάδα
- ουάντι
- πλύσιμο
Nearest Words of col
- cola => Κόκα κόλα
- cola acuminata => Κόλα η οξεία
- cola extract => Εκχύλισμα κόλα
- cola nut => φιστίκι κόλα
- cola seed => σπόροι κόλα
- colander => σουρωτήρι
- colaptes => Τρυποφράχτες
- colaptes auratus => Χρυσομύτης δρυοκολάπτης
- colaptes caper collaris => Κούκος με ράμφος ελεφαντόδοντου
- colaptes chrysoides => Chrysopelefkos
Definitions and Meaning of col in English
col (n)
a pass between mountain peaks
FAQs About the word col
λάχανο
a pass between mountain peaks
φαράγγι,φαράγγι,Φαράγγι,κοιλάδα,Άβυσσος,κανόνι,Φαράγγι,βεβηλώνω,αυλάκι,κενό
No antonyms found.
coke => Coca-Cola, coir => ίνες καρύδας, coinsure => Συνεισφέρων πλευρά, coinsurance => συνεισφορά, coin-operated => με κέρματα,