Greek Meaning of dell

κοιλάδα

Other Greek words related to κοιλάδα

Definitions and Meaning of dell in English

Wordnet

dell (n)

a small wooded hollow

Webster

dell (n.)

A small, retired valley; a ravine.

A young woman; a wench.

FAQs About the word dell

κοιλάδα

a small wooded hollowA small, retired valley; a ravine., A young woman; a wench.

κανόνι,φαράγγι,Ακρωτήριο,κόμβη,κοιλάδα,κοιλάδα,Θολούρα,φαράγγι,φαράγγι,φαράγγι

τοποθετώ,βουνό,κορυφή,Άλπεις,ύψος,κορυφή,οροπέδιο,σύνοδος κορυφής,κορυφή βουνού,οροπέδιο

deliveryman => διανομέας, delivery van => φορτηγάκι, delivery truck => φορτηγό παράδοσης, delivery boy => Ανθρώπινο δυναμικό παράδοσης, delivery => Παράδοση,