Greek Meaning of glen
φαράγγι
Other Greek words related to φαράγγι
- φαράγγι
- Ακρωτήριο
- κοιλάδα
- κοιλάδα
- κοιλάδα
- Φαράγγι
- κοιλάδα
- κοιλάδα
- Άβυσσος
- χάσμα / άβυσσος
- σχισμή
- λάχανο
- κόμβη
- σχισμή
- σχισμή
- βεβηλώνω
- ρωγμή
- αυλάκι
- κενό
- Βράγχια
- φαράγγι
- φαράγγι
- κούφιος
- χαράδρα
- καταρράκτης
- περάσει
- σέλα
- έγκλειστος
- Ρέμα
- χαράδρα
- Φαράγγι
- λεκάνη
- κάρος
- Φαράγγι
- Φαράγγι
- Φαράγγι
- πεδινή πλημμυρική ζώνη
- Κόλπος
- αυλάκι
- λαγκάδι
- υδρορροή
- Βραστήρας
- εγκοπή
- λακκούβα
- τάφρος
- γούρνα
- ουάντι
- πλύσιμο
Nearest Words of glen
Definitions and Meaning of glen in English
glen (n)
a narrow secluded valley (in the mountains)
glen (n.)
A secluded and narrow valley; a dale; a depression between hills.
FAQs About the word glen
φαράγγι
a narrow secluded valley (in the mountains)A secluded and narrow valley; a dale; a depression between hills.
φαράγγι,Ακρωτήριο,κοιλάδα,κοιλάδα,κοιλάδα,Φαράγγι,κοιλάδα,κοιλάδα,Άβυσσος,χάσμα / άβυσσος
No antonyms found.
gleire => gleire, gleicheniaceae => Gleicheniaceae, gleichenia flabellata => Γκλειχένια η πλατυφύλλη, gleichenia => gleichenia, gleg => γκλεγκ,