FAQs About the word shut in

έγκλειστος

surround completely, someone who is incapacitated by a chronic illness or injury, somewhat introverted, confined usually by illness

ερημίτης,Οικιακός,ερημίτης,ερημίτης,απομονώνω,μοναχικός

κουτσομπόλα,κοινωνικοποιητής

shut down => Απενεργοποίηση, shut away => αποκλεισμένος, shut => κλείνω, shush => Σσσς, shunting => ελιγμός,