FAQs About the word homebody

Οικιακός

a person who seldom goes anywhere; one not given to wandering or travel

ερημίτης,ερημίτης,έγκλειστος,ερημίτης,απομονώνω,μοναχικός

κουτσομπόλα,κοινωνικοποιητής

home-baked => Σπιτικό, home truth => οικιακή αλήθεια, home theatre => Οικιακός κινηματογράφος, home theater => Οικιακός κινηματογράφος, home territory => Έδρα,