Greek Meaning of socialite

κουτσομπόλα

Other Greek words related to κουτσομπόλα

Definitions and Meaning of socialite in English

Wordnet

socialite (n)

a socially prominent person

FAQs About the word socialite

κουτσομπόλα

a socially prominent person

Αριστοκράτης,ευγενής,Γαλαζοαίματος,ήπιος,μεγιστάνας,μεγιστάνας,πατρίκιος,οίδημα,Κύριοι,Κυρίες και κύριοι

κανάγιες,κοινός άνθρωπος,Παρτάλι,πληβειακός,προλετάριος,παχύδερμος,Φελάχ,πιόνι,όχλος,ο δημότης

socialistic => σοσιαλιστικός, socialist republic of vietnam => Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ, socialist people's libyan arab jamahiriya => Σοσιαλιστική Λιβυκή Αραβική Τζαμαχιρία, socialist party => Σοσιαλιστικό κόμμα, socialist labor party => Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα,