Greek Meaning of socialized

κοινωνικοποιημένος

Other Greek words related to κοινωνικοποιημένος

Definitions and Meaning of socialized in English

Wordnet

socialized (s)

under group or government control

FAQs About the word socialized

κοινωνικοποιημένος

under group or government control

πολιτισμένος,ελεγχόμενος,υπάκουος,εξημερωμένος,Εκπαιδευμένος,Ημιπολιτισμένοs,ήρεμος,υποτακτικός,εκπαιδευμένος,σπασμένο

άγριος,άγριος,άφθαρτος,ανεξέλεγκτος,άγριος,Άγρια,κτηνώδης,βίαιος,βάρβαρος,Άγριος

socialize => εκοινωνικοποιώ, socialization => Κοινωνικοποίηση, sociality => κοινωνικότητα, socialite => κουτσομπόλα, socialistic => σοσιαλιστικός,