Greek Meaning of feral
άγριος
Other Greek words related to άγριος
Nearest Words of feral
- feral man => Άγριος άντρας
- ferber => Φέρμπερ
- ferde => κομμάτι
- fer-de-lance => Λογχοκέφαλος
- ferdinand => Φερδινάντος
- ferdinand and isabella => Φερδινάνδος και Ισαβέλλα
- ferdinand de lesseps => Φερδινάνδος ντε Λεσσέψ
- ferdinand de saussure => Φερντινάντ ντε Σωσσύρ
- ferdinand i => Φερδινάνδος Α'
- ferdinand ii => Φερδινάνδος Β΄
Definitions and Meaning of feral in English
feral (s)
wild and menacing
feral (a.)
Wild; untamed; ferine; not domesticated; -- said of beasts, birds, and plants.
Funereal; deadly; fatal; dangerous.
FAQs About the word feral
άγριος
wild and menacingWild; untamed; ferine; not domesticated; -- said of beasts, birds, and plants., Funereal; deadly; fatal; dangerous.
άγριος,Άγρια,άγριος,βάρβαρος,άφθαρτος,ανεξέλεγκτος,Άγριος,άγριος,βάρβαρος,κτηνώδης
σπασμένο,συλληφθεί,ελεγχόμενος,υπάκουος,Εσωτερικός,εξημερωμένος,εξημερώνω,εξημερωμένος,πολιτισμένος,γνώριμος
ferae naturae => άγριας φύσης, ferae => άγρια ζώα, θηρία, θήραμα, feracity => γονιμότητα, feracious => άγριος, fer => σίδηρος,