Greek Meaning of untamed
άγριος
Other Greek words related to άγριος
Nearest Words of untamed
Definitions and Meaning of untamed in English
untamed (a)
in a natural state; not tamed or domesticated or cultivated
FAQs About the word untamed
άγριος
in a natural state; not tamed or domesticated or cultivated
Γηγενής,φυσικός,ακαλλιέργητος,ανεπτυγμένο,ακατοίκητος,Άγρια,έρημος,Υπερμεγέθης,αυθόρμητος,ανήσυχος
Καλλιεργούμενος,κατοικημένος,εξημερωμένος,ανεπτυγμένη
untalked => σιωπηρός, untalkative => σιωπηλός, untalented => άταλαντος, untainted => Αμόλυντος, untagged => χωρίς ετικέτα,