Greek Meaning of tamed
εξημερωμένος
Other Greek words related to εξημερωμένος
Nearest Words of tamed
Definitions and Meaning of tamed in English
tamed (a)
brought from wildness into a domesticated state
tamed (s)
brought from wildness
tamed (imp. & p. p.)
of Tame
FAQs About the word tamed
εξημερωμένος
brought from wildness into a domesticated state, brought from wildnessof Tame
εξημερωμένος,εξημερώνω,σπασμένο,Εσωτερικός,εκπαιδευμένος,υπάκουος,γνώριμος,ήπιος,Αφηνιασμένος,Εκπαιδευμένος
άγριος,άγριος,άγριος,Άγρια,άφθαρτος,Άγριος,ανεκπαίδευτος,λίγο άγριος
tameable => Πράος, tame => εξημερώνω, tamburlaine => Ταμερλάνος, tamburin => Τάμπουρο, tambreet => ταμπούρο,