Greek Meaning of society
Κοινωνία
Other Greek words related to Κοινωνία
- ένωση
- Αδελφότητα
- θάλαμος
- Συμβούλιο
- αδελφότητα
- Ινστιτούτο
- ίδρυμα
- Οργάνωση
- σανίδα
- κάδρο
- κεφάλαιο
- κλαμπ
- συλλογικός
- πανεπιστήμιο
- κοινότητα
- κοινότητα
- συνέδριο
- Κοινοπραξία
- υποτροφία
- ομάδα
- συντεχνία
- πρωτάθλημα
- ομάδα
- συμμαχία
- Συγκρότημα
- Μπλοκ
- σώμα
- Κλάδος
- Κατασκήνωση
- καρτέλ
- κύκλος
- κλάνος
- κλίκα
- συνασπισμός
- Συνομοσπονδία
- συνωμοσία
- συνεταιρισμός
- Κλειστή ομάδα
- Πλήρωμα
- πιστός
- διπλώνω
- συμμορία
- επιχρυσωμένος
- Χούντα
- πολύ
- Μέλος
- παραγγελία
- στολή
- εταιρική σχέση
- πάρτι
- σετ
- Αδελφότητα
- αδελφότητα
- Αδελφότητα γυναικών
- Διμοιρία
Nearest Words of society
- society islands => Νήσοι της Εταιρείας
- society of friends => Κοινωνία Φίλων
- society of jesus => Εταιρεία του Ιησού
- socinian => Σωκίνιος
- socinus => Σωκίνος
- sociobiologic => Σοσιοβιολογικός
- sociobiological => κοινωνικοβιολογικός
- sociobiologically => κοινωνικοβιολογικά
- sociobiologist => κοινωνιοβιολόγος
- sociobiology => κοινωνιοβιολογία
Definitions and Meaning of society in English
society (n)
an extended social group having a distinctive cultural and economic organization
a formal association of people with similar interests
the state of being with someone
the fashionable elite
FAQs About the word society
Κοινωνία
an extended social group having a distinctive cultural and economic organization, a formal association of people with similar interests, the state of being with
ένωση,Αδελφότητα,θάλαμος,Συμβούλιο,αδελφότητα,Ινστιτούτο,ίδρυμα,Οργάνωση,σανίδα,κάδρο
Μοναξιά,Απομόνωση,μοναξιά
societal => κοινωνικός, socially => κοινωνικά, socializing => κοινωνικοποίηση, socializer => κοινωνικοποιητής, socialized => κοινωνικοποιημένος,