Greek Meaning of confederacy
Συνομοσπονδία
Other Greek words related to Συνομοσπονδία
Nearest Words of confederacy
- confederate => ομοσπονδιακός
- confederate army => Ο στρατός των Συνομοσπόνδων
- confederate flag => Σημαία των Συνομοσπόνδων
- confederate jasmine => Γιασεμί συνομοσπονδίας
- confederate rose => Συνομοσπονδιακό τριαντάφυλλο
- confederate rose mallow => Μάλοου της Συνομοσπονδίας
- confederate soldier => Στρατιώτης της Συνομοσπονδίας
- confederate states => Συνομοσπονδιακές Πολιτείες
- confederate states of america => Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής
- confederation => ομοσπονδία
Definitions and Meaning of confederacy in English
confederacy (n)
the southern states that seceded from the United States in 1861
a union of political organizations
a group of conspirators banded together to achieve some harmful or illegal purpose
a secret agreement between two or more people to perform an unlawful act
confederacy (n.)
With the, the Confederate States of America.
FAQs About the word confederacy
Συνομοσπονδία
the southern states that seceded from the United States in 1861, a union of political organizations, a group of conspirators banded together to achieve some har
συμμαχία,συνασπισμός,ομοσπονδία,ομοσπονδία,πρωτάθλημα,συνδικαλιστική οργάνωση,Άξονας,Μπλοκ,συνδυασμός,συνδυάζω
No antonyms found.
confectionery => Ζαχαροπλαστείο, confectioners' sugar => άχνη ζάχαρη, confectioner => ζαχαροπλάστης, confectionary => ζαχαροπλαστική, confection => γλυκό,