Greek Meaning of confectionery
Ζαχαροπλαστείο
Other Greek words related to Ζαχαροπλαστείο
Nearest Words of confectionery
- confederacy => Συνομοσπονδία
- confederate => ομοσπονδιακός
- confederate army => Ο στρατός των Συνομοσπόνδων
- confederate flag => Σημαία των Συνομοσπόνδων
- confederate jasmine => Γιασεμί συνομοσπονδίας
- confederate rose => Συνομοσπονδιακό τριαντάφυλλο
- confederate rose mallow => Μάλοου της Συνομοσπονδίας
- confederate soldier => Στρατιώτης της Συνομοσπονδίας
- confederate states => Συνομοσπονδιακές Πολιτείες
- confederate states of america => Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής
Definitions and Meaning of confectionery in English
confectionery (n)
candy and other sweets considered collectively
a confectioner's shop
the occupation and skills of a confectioner
FAQs About the word confectionery
Ζαχαροπλαστείο
candy and other sweets considered collectively, a confectioner's shop, the occupation and skills of a confectioner
ζαχαροπλαστική,καραμέλα,γλυκό,γλυκά,γλυκό,επιδόρπιο,Ζαχαροπλαστική,γλυκό
No antonyms found.
confectioners' sugar => άχνη ζάχαρη, confectioner => ζαχαροπλάστης, confectionary => ζαχαροπλαστική, confection => γλυκό, confect => κατασκευάζω,