FAQs About the word sweetmeat

γλυκό

a sweetened delicacy (as a preserve or pastry)

καραμέλα,γλυκό,Ζαχαροπλαστείο,επιδόρπιο,γλυκό,ζαχαροπλαστική,Ζαχαροπλαστική,γλυκά

No antonyms found.

sweetly => γλυκά, sweetleaf family => στεβιοειδή, sweetleaf => στέβια, sweetish => γλυκός, sweetie => αγάπη μου [aˈɣapi mu],