FAQs About the word sweetening

γλυκαντικό

something added to foods to make them taste sweeter, an improvement that makes something more agreeable, the act of adding a sweetener to food

βελτιωτικό,ζαχαρώματα,ενισχυτικό,Βελτιούμενος,καλλωπισμός,ντύσιμο,στολισμός,εμπλουτίζων,βελτιωτικός,εξαπάτηση

No antonyms found.

sweetener => γλυκαντικό, sweetened => Γλυκασμένο, sweeten => Γλυκαίνω, sweetbrier => Αγριοτριανταφυλλιά, sweetbriar => αγριοτριανταφυλλιά,