Greek Meaning of confectionary
ζαχαροπλαστική
Other Greek words related to ζαχαροπλαστική
Nearest Words of confectionary
- confectioner => ζαχαροπλάστης
- confectioners' sugar => άχνη ζάχαρη
- confectionery => Ζαχαροπλαστείο
- confederacy => Συνομοσπονδία
- confederate => ομοσπονδιακός
- confederate army => Ο στρατός των Συνομοσπόνδων
- confederate flag => Σημαία των Συνομοσπόνδων
- confederate jasmine => Γιασεμί συνομοσπονδίας
- confederate rose => Συνομοσπονδιακό τριαντάφυλλο
- confederate rose mallow => Μάλοου της Συνομοσπονδίας
Definitions and Meaning of confectionary in English
confectionary (n)
a confectioner's shop
FAQs About the word confectionary
ζαχαροπλαστική
a confectioner's shop
Ζαχαροπλαστείο,καραμέλα,γλυκό,γλυκά,επιδόρπιο,Ζαχαροπλαστική,γλυκό,γλυκό
No antonyms found.
confection => γλυκό, confect => κατασκευάζω, confabulation => Συλλογισμοί, confabulate => συνομωτώ, confab => κουβέντα,