FAQs About the word roturier

ο δημότης

A person who is not of noble birth; specif., a freeman who during the prevalence of feudalism held allodial land.

κανάγιες,κοινός άνθρωπος,Παρτάλι,πληβειακός,προλετάριος,πιόνι,όχλος,παχύδερμος,Φελάχ

Αριστοκράτης,Γαλαζοαίματος,ήπιος,ευγενής,πατρίκιος,Τζέντλεμαν,κουτσομπόλα,οίδημα,μεγιστάνας,υπέροχος

roturer => Ρωτόιρος, roture => κάταγμα, rotundo => στρογγυλός, rotundness => Στρογγυλότητα, rotundly => στρογγυλά,