Greek Meaning of rotundness

Στρογγυλότητα

Other Greek words related to Στρογγυλότητα

Definitions and Meaning of rotundness in English

Wordnet

rotundness (n)

the roundness of a 3-dimensional object

Webster

rotundness (n.)

Roundness; rotundity.

FAQs About the word rotundness

Στρογγυλότητα

the roundness of a 3-dimensional objectRoundness; rotundity.

λίπος,παχουλός,γύρος,παχύσαρκος,παχουλός,κορpulεντ,Σαρκώδης,γεμάτος,αηδιαστικός,βαρύς

γωνιακός,οστεώδης,αδύνατος,ταλαιπωρημένος,ψηλόλιγνος,Λιγερός,άπαχο,αδύνατο,νευρώδης,σκελετικός

rotundly => στρογγυλά, rotundity => Στρογγυλότητα, rotundifolious => στρογγυλόφυλλο, rotundate => στρογγυλός, rotunda => Ροτόντα,