Greek Meaning of rawboned
αδύνατο
Other Greek words related to αδύνατο
- γωνιακός
- οστεώδης
- άπαχο
- αδύνατο
- λεπτή
- λεπτός
- με γερά κόκαλα
- οστεώδης
- αδύνατος
- αδύνατος
- νευρώδης
- σκελετικός
- αδύνατος
- λεπτός
- Διακόσμηση
- σκληρός
- ανορεκτικό
- Ανορεξικός
- πτωματώδης
- καθαρόαιμα
- αδύνατος
- άπαχος
- άκομψος
- αδύνατος
- ταλαιπωρημένος
- ψηλόλιγνος
- Λιγερός
- ευλύγιστος
- πενιχρός
- ισχνός
- τσιμπημένο
- αδύναμος
- λυγερός
- καλαμένιος
- κοκαλιάρης
- εφεδρικό
- αδύνατος
- ινώδες
- Λεπτή
- Κλαδάκι
- σφηκοειδής
- ζιζανιώδης
- λυγερός
- μαραμένος
- γεροδεμένος
- μυώδης
- ογκώδης
- Μυώδης
- χοντρός
- κοντόχοντρος
- Σαρκώδης
- βαρύς
- παχύσαρκος
- χάσκι
- παχουλός
- γεροδεμένος
- γεροδεμένος
- κοντόχοντρος
- παχύς
- Χοντρός
- βαρύς
- σφριγηλή
- παχουλός
- κορpulεντ
- χαλαρός
- γεμάτος
- παχύσαρκος
- Κοιλαράς
- τηγανίτα
- μαλακός
- Καθίσματα
- λίπος
- αηδιαστικός
- χίπης
- παχύσαρκος
- Παχυσαρκία
- παχουλός
- παχύσαρκος
- στρογγυλός
- γύρος
- παχουλός
- ζουμερή
Nearest Words of rawboned
Definitions and Meaning of rawboned in English
rawboned (s)
having a lean and bony physique
rawboned (a.)
Having little flesh on the bones; gaunt.
FAQs About the word rawboned
αδύνατο
having a lean and bony physiqueHaving little flesh on the bones; gaunt.
γωνιακός,οστεώδης,άπαχο,αδύνατο,λεπτή,λεπτός,με γερά κόκαλα,οστεώδης,αδύνατος,αδύνατος
γεροδεμένος,μυώδης,ογκώδης,Μυώδης,χοντρός,κοντόχοντρος,Σαρκώδης,βαρύς,παχύσαρκος,χάσκι
rawbone => ωμό κόκκαλο, rawalpindi => Ραβαλπίντι, raw wound => Ανοιχτή πληγή, raw wool => Ακατέργαστο μαλλί, raw wood => Ακατέργαστο ξύλο,