FAQs About the word rawly

ωμά

In a raw manner; unskillfully; without experience., Without proper preparation or provision.

σπάνιος,ωμό,Μη θερμανμένο,Μισοψημένο

μαγειρεμένο,ψημένο,βρασμένος,καμένο,τηγανητό,ψητό,θερμαινόμενο,Ψητός,καλά καμωμένο,Μαγειρεμένο σε φούρνο ή κατσαρόλα

rawish => ωμός, rawhide => ωμό δέρμα, rawhead => Ρόχεεντ, rawboned => αδύνατο, rawbone => ωμό κόκκαλο,