Greek Meaning of broiled
Ψημένο
Other Greek words related to Ψημένο
Nearest Words of broiled
Definitions and Meaning of broiled in English
broiled (s)
cooked by radiant heat (as over a grill)
broiled (imp. & p. p.)
of Broil
FAQs About the word broiled
Ψημένο
cooked by radiant heat (as over a grill)of Broil
ψημένο,βρασμένος,καμένο,τηγανητό,ψητό,Ψητός,Σοταρισμένο,Μαγειρεμένο σε φούρνο ή κατσαρόλα,καμμένος,απανθρακωμένος
Ωμός,σπάνιος,ωμό,Μη θερμανμένο
broil => ψηνω, broidery => κέντημα, broiderer => κεντητής, broidered => κεντημένος, broider => κεντάω,