Greek Meaning of broken in
Ροδαρισμένο
Other Greek words related to Ροδαρισμένο
Nearest Words of broken in
Definitions and Meaning of broken in in English
broken in (s)
tamed or trained to obey
FAQs About the word broken in
Ροδαρισμένο
tamed or trained to obey
εισέβαλε,ληστεία,διαρρήχθηκε,διαρρήξα,λεηλατημένος,λεηλατημένος,Ξεγελάστηκα,απολύθηκε,Φιγουρατζής,λεηλατήθηκε
No antonyms found.
broken home => Διαλυμένη οικογένεια, broken heart => σπασμένη καρδιά, broken breast => Σπασμένο στήθος, broken arch => Πλατυποδία, broken => σπασμένο,