FAQs About the word broken in

Ροδαρισμένο

tamed or trained to obey

εισέβαλε,ληστεία,διαρρήχθηκε,διαρρήξα,λεηλατημένος,λεηλατημένος,Ξεγελάστηκα,απολύθηκε,Φιγουρατζής,λεηλατήθηκε

No antonyms found.

broken home => Διαλυμένη οικογένεια, broken heart => σπασμένη καρδιά, broken breast => Σπασμένο στήθος, broken arch => Πλατυποδία, broken => σπασμένο,