Greek Meaning of broken-hearted

με ραγισμένη καρδιά

Other Greek words related to με ραγισμένη καρδιά

Definitions and Meaning of broken-hearted in English

Webster

broken-hearted (a.)

Having the spirits depressed or crushed by grief or despair.

FAQs About the word broken-hearted

με ραγισμένη καρδιά

Having the spirits depressed or crushed by grief or despair.

κακός,καταθλιπτικός,ραγισμένη καρδιά,μελαγχολία,λυπημένος,συγγνώμη,δυστυχισμένος,αναστατωμένος,μπλε,αποκαρδιωμένος

μακάριος,πλευστό,Ανυψωμένος,χαρούμενος,χαρούμενος,Χαρούμενος,εκστατικός,ενθουσιασμένος,ευφορικός,ενθουσιασμένος

brokenhearted => σπασμένη καρδιά, broken-field => Ανοιχτό γήπεδο, broken-down => σπασμένος, broken-bellied => κοιλαράς, broken-backed => Σπασμένος στη μέση,