Greek Meaning of buoyed

Ανυψωμένος

Other Greek words related to Ανυψωμένος

Definitions and Meaning of buoyed in English

Webster

buoyed (imp. & p. p.)

of Buoy

FAQs About the word buoyed

Ανυψωμένος

of Buoy

μακάριος,πλευστό,χαρούμενος,χαρούμενος,χαρούμενος,Χαρούμενος,εκστατικός,χαρούμενος,ενθουσιασμένος,ευφορικός

οργισμένος, θυμωμένος,κακός,μπλε,σπασμένη καρδιά,αποκαρδιωμένος,απογοητευμένος,καταθλιπτικός,απογοητευμένος,απαρηγόρητος,θλιβερός

buoyantly => Επιπλέων, buoyant => πλευστό, buoyancy => άνωση, buoyancies => άντωση, buoyance => άνωση,