Greek Meaning of frisky

ζωηρός

Other Greek words related to ζωηρός

Definitions and Meaning of frisky in English

Wordnet

frisky (s)

playful like a lively kitten

Webster

frisky (a.)

Inclined to frisk; frolicsome; gay.

FAQs About the word frisky

ζωηρός

playful like a lively kittenInclined to frisk; frolicsome; gay.

παιχνιδιάρικο,αστείος,αντίκα,πουλάρι,απολαυστικό,ξωτικό,Ενεργητικός,Διασκεδαστικό,παιχνιδιάρικο,χαρούμενος

υπάκουος,σοβαρός,ζοφερός,υπεύθυνος,σοβαρός,σοβαρός,νηφάλιος,επίσημος,σκοτεινός,σκοτεινός

frisking => έλεγχος, friskiness => χαρά, friskily' => γοργά, friskily => χαρούμενα, friskful => δροσερός,