Greek Meaning of sedate
σιωπηλός
Other Greek words related to σιωπηλός
- αστείος
- κωμικός
- αστείος
- ειρωνικός
- αναποδογυρίζω
- ανέμελος
- αστείο
- χιουμοριστικό
- υστερικός
- αστείος, ειρωνικός
- αστειευόμενος
- γατίσιο
- φως
- παιχνιδιάρικος
- παιχνιδιάρικο
- θορυβώδης
- παράλογο
- αντίκα
- φαρσικός
- επιπόλαιος
- φρίβολος
- ανοησυ
- Αστείος
- υστερικός
- τρελός
- αστείο
- αστείος
- ανέμελος
- τρελός
- παιδαριώδης
- Γελοίος
- αφηρημένος
- φωνάζω
- ανόητος
- θορυβώδης
- τρελός
- γαϊδουρινό
- χλιαρός
- ανόητος
- στραβός
- τρελός
- κούκος
- κουκκιδωτός
- ανόητος
- σπασμωδικός
- παράξενος
- Ζάλη
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- ανοησία
- τρελός
- γελοίο
- δακρύβρεχτος
- κλώνος
- ανόητος
- που σκίζει τα πλευρά
- τρελός
- ασθενής
- περίεργος
- Τρελός
Nearest Words of sedate
- sedan chair => Φορεῖο
- sedan => Σεντάν
- sedalia => σεδαλίνη
- sed rate => Τάση καθιζήσεως ερυθρών αιμοσφαιρίων
- security system => Σύστημα ασφαλείας
- security staff => Προσωπικό ασφαλείας
- security service => υπηρεσία ασφαλείας
- security review => Εξέταση ασφαλείας
- security measures => μέτρα ασφαλείας
- security measure => μέτρο ασφαλείας
Definitions and Meaning of sedate in English
sedate (v)
cause to be calm or quiet as by administering a sedative to
sedate (s)
characterized by dignity and propriety
dignified and somber in manner or character and committed to keeping promises
sedate (a.)
Undisturbed by passion or caprice; calm; tranquil; serene; not passionate or giddy; composed; staid; as, a sedate soul, mind, or temper.
FAQs About the word sedate
σιωπηλός
cause to be calm or quiet as by administering a sedative to, characterized by dignity and propriety, dignified and somber in manner or character and committed t
σοβαρός,επίσημος,πρύμνη,εξαίρετος,σοβαρός,τάφος,σκληρός,χωρίς χιούμορ,πρακτικός,σκυθρωπό πρόσωπο
αστείος,κωμικός,αστείος,ειρωνικός,αναποδογυρίζω,ανέμελος,αστείο,χιουμοριστικό,υστερικός,αστείος, ειρωνικός
sedan chair => Φορεῖο, sedan => Σεντάν, sedalia => σεδαλίνη, sed rate => Τάση καθιζήσεως ερυθρών αιμοσφαιρίων, security system => Σύστημα ασφαλείας,