FAQs About the word sedent

καθιστικός

Sitting; inactive; quiet.

No synonyms found.

No antonyms found.

sedative-hypnotic drug => ηρεμιστικό-υπνωτικό φάρμακο, sedative-hypnotic => Ηρεμιστικό-υπνωτικό, sedative drug => Κατασταλτικό, sedative => ηρεμιστικό, sedation => Καταστολή,