Greek Meaning of sedateness

σιγουριά

Other Greek words related to σιγουριά

Definitions and Meaning of sedateness in English

Wordnet

sedateness (n)

a trait of dignified seriousness

FAQs About the word sedateness

σιγουριά

a trait of dignified seriousness

σοβαρός,επίσημος,πρύμνη,εξαίρετος,σοβαρός,τάφος,σκληρός,χωρίς χιούμορ,πρακτικός,σκυθρωπό πρόσωπο

αστείος,κωμικός,αστείος,ειρωνικός,αναποδογυρίζω,ανέμελος,αστείο,χιουμοριστικό,υστερικός,αστείος, ειρωνικός

sedately => ήρεμα, sedate => σιωπηλός, sedan chair => Φορεῖο, sedan => Σεντάν, sedalia => σεδαλίνη,