Greek Meaning of ludic

παιχνιδιάρικος

Other Greek words related to παιχνιδιάρικος

Definitions and Meaning of ludic in English

Wordnet

ludic (s)

relating to play or playfulness

FAQs About the word ludic

παιχνιδιάρικος

relating to play or playfulness

ειρωνικός,ανέμελος,χιουμοριστικό,αστείος, ειρωνικός,αστειευόμενος,γατίσιο,παιχνιδιάρικο,αντίκα,αστείος,κωμικός

σοβαρός,τάφος,χωρίς χιούμορ,σιωπηλός,σοβαρός,σοβαρός,νηφάλιος,επίσημος,σοβαρός,βαρύς

ludibund => παιχνιδιάρικος, ludibrious => Γελοίος, ludian => λουδιανός, luddite => Λουδδίτης, luda => τρελός,