Greek Meaning of hilarious

Αστείος

Other Greek words related to Αστείος

Definitions and Meaning of hilarious in English

Wordnet

hilarious (s)

marked by or causing boisterous merriment or convulsive laughter

Webster

hilarious (a.)

Mirthful; noisy; merry.

FAQs About the word hilarious

Αστείος

marked by or causing boisterous merriment or convulsive laughterMirthful; noisy; merry.

αστείος,αστείος,κωμικός,αστείο,χιουμοριστικό,υστερικός,κωμικός,αντίκα,αστείος,Διασκεδαστικό

σοβαρός,χωρίς χιούμορ,χωλός,συγκινητικός,σοβαρός,σοβαρός,επίσημος,σκοτεινός,σκοτεινός,τραγικός

hilar => Χίλαρ, hilal => μισοφέγγαρο, hilaire germain edgar degas => Εντγκάρ Ντεγκά, hilaire belloc => Χίλαιρ Μπέλοκ, hiking => Πεζοπορία,