Greek Meaning of knockabout
κωμικός
Other Greek words related to κωμικός
- Ήρεμος
- συντεθειμένος
- ελεγχόμενος
- ευπρεπής
- αξιοπρεπής
- ατάραχος
- σιωπηλός
- οργανωμένος
- ειρηνικός
- ήρεμος
- κατάλληλος
- ήσυχος
- συγκρατημένος
- σιωπηλός
- πρέπουσα
- Γαλήνιος
- σιωπηλός
- νηφάλιος
- επίσημος
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- σοβαρός
- ήρεμος
- συλλεγέν
- περιορισμένος
- αποσπασμένος
- σιωπηλός
- αναίσθητος
- ανασταλμένος
- μέτριος
- φλεγματικός
- λογικός
- καταπιεσμένος
- σιωπηλός
- στωικός
- στωικός
- Απαθής
- ήρεμος
- εύκρατο
- ατάραχος
- ατάραχος
- απόμακρος
- καταθλιπτικός
- αδιάφορος
- αυτοελεγχόμενος, εγκρατής
Nearest Words of knockabout
Definitions and Meaning of knockabout in English
knockabout (n)
a sloop with a simplified rig and no bowsprit
knockabout (s)
full of rough and exuberant animal spirits
suitable for rough use
knockabout (n.)
A small yacht, generally from fifteen to twenty-five feet in length, having a mainsail and a jib. All knockabouts have ballast and either a keel or centerboard. The original type was twenty-one feet in length. The next larger type is called a raceabout.
A knockabout performer or performance.
A man hired on a sheep station to do odd jobs.
knockabout (a.)
Marked by knocking about or roughness.
Of noisy and violent character.
Characterized by, or suitable for, knocking about, or traveling or wandering hither and thither.
That does odd jobs; -- said of a class of hands or laborers on a sheep station.
FAQs About the word knockabout
κωμικός
a sloop with a simplified rig and no bowsprit, full of rough and exuberant animal spirits, suitable for rough useA small yacht, generally from fifteen to twenty
παρασύρειν,περιπλανιέμαι,περίπατος,περιπλανάμαι,τριγυρνώ (γύρω),νυχτερίδα,Κρουαζιέρα,επιπλέω,κλοτσάνε,περιπλανιέμαι
Ήρεμος,συντεθειμένος,ελεγχόμενος,ευπρεπής,αξιοπρεπής,ατάραχος,σιωπηλός,οργανωμένος,ειρηνικός,ήρεμος
knock up => χτυπάω, knock rummy => Knock rummy, knock over => ανατροπή, knock out => Νοκάουτ, knock on => χτυπάω,