Greek Meaning of gad (about)

τριγυρνώ (γύρω)

Other Greek words related to τριγυρνώ (γύρω)

Definitions and Meaning of gad (about) in English

gad (about)

a person who goes from place to place in social activity, a person who flits about in social activity

FAQs About the word gad (about)

τριγυρνώ (γύρω)

a person who goes from place to place in social activity, a person who flits about in social activity

Κρουαζιέρα,παρασύρειν,χτυπάω,περιπλανιέμαι,περίπατος,περιπλανάμαι,νυχτερίδα,επιπλέω,περιπλανώμαι,κλοτσάνε

κάτοικος,Οικιακός,κάτοικος,κάτοικος,κάτοικος,άποικος,κάτοικος

gabbler => κουτσομπόλης, gabbing => κουβέντα, gabbed => κουτσομπολιούσε, götterdämmerung => Το λυκόφως των θεών, gâteaux => γκατώ,