Greek Meaning of fuzzed (up)

θολό

Other Greek words related to θολό

Definitions and Meaning of fuzzed (up) in English

fuzzed (up)

No definition found for this word.

FAQs About the word fuzzed (up)

θολό

μαυρισμένος,θολό,σκοτεινός,αμυδρό,επισκιασμένος,συννεφιασμένος,θαμπός,σβησμένο,συννεφιασμένος,κρυμμένο

φωτισμένος (φωτισμένη),αναμμένος (πάνω),φωτεινός,εκτεθειμένο,φωτισμένο,φωτισμένος,αποκάλυψε,αποκαλυμμένος,φωτισμένο,αποκαλυμμένος

fuzz (up) => χνούδι, futurists => φουτουριστές, futures => Μέλλοντα, futons => φουτόν, fustiness => μούχλα,