Greek Meaning of lit (up)

αναμμένος (πάνω)

Other Greek words related to αναμμένος (πάνω)

Definitions and Meaning of lit (up) in English

lit (up)

drunk sense 1a

FAQs About the word lit (up)

αναμμένος (πάνω)

drunk sense 1a

τυφλός,μεθυσμένος,μεθυσμένος,τηγανητό,εξασθενημένος,σπαταλημένος,βρεγμένος,ερωτευμένος,ανατιναγμένη,Μεθυσμένος

ξηρός,νηφάλιος,ίσιος,κουλ,επίπεδο,σταθερός,εύκρατο,εγκρατής,εγκρατής,καθαρό μυαλό

lists => λίστες, listings => Καταχωρήσεις, listing (for) => Καταχώρηση (για), listens (to) => ακούει (κάποιον), listening in (on) => υποκλοπή ακοής,