Greek Meaning of lit into
επιτέθηκε εναντίον
Other Greek words related to επιτέθηκε εναντίον
- επιτέθηκε
- μάλωσε
- χτύπησε
- πήδηξε (σε)
- απέπλευσα προς
- συνδεδεμένο με
- κακοποιημένος
- επιτέθηκε
- Επιπονώδης
- ανατιναγμένη
- ‏επιμελήθηκε‏
- καταραμένος
- εκδορά
- προσβεβλημένος
- Χτύπημα κάτω από τη μέση
- Καμένο
- κριτικάρετε
- επέκρινε σφόδρα
- άγριος
- Προσβεβλημένος
- διαβρεγμένος
- χτυπημένος
- υποτιμούσε
- επικρίθηκε
- βρίζω
- βλασφημούσε
- υποτιμημένος
- καταραμένος
- επίπληξε
- παρενοχλημένος
- ταλαιπωρημένος
- καταραμένος
- δυσφήμισε
- Δυσφημήθηκε
- βεβηλωμένος
- βάλω κάτω
- Επιτιμήθηκε
- απαξιωμένος
- συκοφαντημένος
- ασυνάρτητος
- κατεστραμμένο
- συκοφαντημένος
- χτυπημένος
- μαλώνω
- δαντελωμένο (σε)
- ξέσπασε, επιτέθηκε
- υβριστικός
Nearest Words of lit into
Definitions and Meaning of lit into in English
lit into
the sensation aroused by stimulation of the visual receptors, an electric light, a particular illumination, a set of principles, standards, or opinions, enlightenment, clothing that is light in color, inner light, a source of light, something that enlightens or informs, such radiation that is visible to the human eye, electromagnetic radiation of any wavelength that travels in a vacuum with a speed of 299,792,458 meters (about 186,000 miles) per second, truth, something that makes vision possible, a color of notable lightness, spiritual illumination, sight sense 4a, a medium (such as a window) through which light is admitted, public knowledge, a particular aspect or appearance presented to view, daylight, dawn, candle, a noteworthy person in a particular place or field, a celestial body
FAQs About the word lit into
επιτέθηκε εναντίον
the sensation aroused by stimulation of the visual receptors, an electric light, a particular illumination, a set of principles, standards, or opinions, enlight
επιτέθηκε,μάλωσε,χτύπησε,πήδηξε (σε),απέπλευσα προς,συνδεδεμένο με,κακοποιημένος,επιτέθηκε,Επιπονώδης,ανατιναγμένη
αποθεωμένος,επαινέθηκε,χαιρέτησε,επαίνεσε,επαινεμένος,επαινεμένος
lit (upon) => φωτισμένο, lit (up) => αναμμένος (πάνω), lists => λίστες, listings => Καταχωρήσεις, listing (for) => Καταχώρηση (για),