Greek Meaning of jumped (on)
πήδηξε (σε)
Other Greek words related to πήδηξε (σε)
- επιτεθεί
- επιτέθηκε
- επιδρομή
- αποφασισμένος να
- χτύπησε
- αναμμένος
- κατέβηκε (σε ή πάνω)
- επιτέθηκε (σε ή πάνω σε)
- στρογγυλοποιημένο στο
- ρυθμισμένο σε
- εφόρμησε
- μπήκε (μέσα)
- ενέδρα
- επιτέθηκε
- περικυκλωμένος
- φορτισμένος
- εισέβαλε
- ληστεία
- βιαστικός
- κατεστραμμένο
- ενέδρα
- πέταξε προς
- συνωμοτούν (ενάντια)
- επιτέθηκε εναντίον
- έλαβε μέρος στην
- άρρωστος
- σμήνευαν
- Tore into
- πήγε προς
- ενέδρα
- Φθαρμένος
- πολιορκημένος
- πολιορκημένος
- χτύπησε
- κανόνι
- πλαγιοκοπημένος
- λεηλατημένος
- επιτεθεί
- λεηλατημένος
- σοβατισμένο
- λεηλατημένος
- κατεστραμμένο
- απολύθηκε
- έκπληκτος
- ενέδρα
- χτυπάω (σε)
- βομβαρδισμένος
- αστραπιαία
- Όρμησε
- Βομβαρδίστηκε
- ληστεύτηκα
- παρότρυναν
- έκπληκτος
Nearest Words of jumped (on)
Definitions and Meaning of jumped (on) in English
jumped (on)
to become very angry at (someone), to get on (a train, bus, etc.), to strongly attack or criticize (something)
FAQs About the word jumped (on)
πήδηξε (σε)
to become very angry at (someone), to get on (a train, bus, etc.), to strongly attack or criticize (something)
επιτεθεί,επιτέθηκε,επιδρομή,αποφασισμένος να,χτύπησε,αναμμένος,κατέβηκε (σε ή πάνω),επιτέθηκε (σε ή πάνω σε),στρογγυλοποιημένο στο,ρυθμισμένο σε
καλυμμένος,υπερασπίστηκε,προστατευμένο,ασφαλισμένος,Φρουρούμενος,προστατευμένος
jump jet => αεριωθούμενο αεροσκάφος κάθετης απογείωσης, jump (on) => πήδα (σε), jumbos => τζάμπο, jumbling (up) => ανάμειξη (πάνω), jumbles => ακαταστασία,