Greek Meaning of sicced

παρότρυναν

Other Greek words related to παρότρυναν

Definitions and Meaning of sicced in English

sicced

intentionally so written, chase, attack, to incite or urge to an attack, pursuit, or harassment

FAQs About the word sicced

παρότρυναν

intentionally so written, chase, attack, to incite or urge to an attack, pursuit, or harassment

επιτέθηκε,φορτισμένος,επιδρομή,χτύπησε,επιτέθηκε,επιτεθεί,περικυκλωμένος,ταλαιπωρημένος,εισέβαλε,επιτεθεί

καλυμμένος,υπερασπίστηκε,προστατευμένο,ασφαλισμένος,Φρουρούμενος,προστατευμένος

sibyls => Σίβυλλες, siblings => αδέλφια, shying (from or away from) => Ντροπαλός (από ή μακριά από), shy (from or away from) => ντροπαλός (από ή μακριά από), shutting up => σωπαίνει,