Greek Meaning of sicken (with)

αρρωσταίνω (με)

Other Greek words related to αρρωσταίνω (με)

Definitions and Meaning of sicken (with) in English

sicken (with)

No definition found for this word.

FAQs About the word sicken (with)

αρρωσταίνω (με)

aρπάζω,Κατεβαίνω (με),Σύμβαση,πάρει,κατέβαινω (μαζί),(χωρίζω με κάποιον),πεθαίνω (από),succumb (to),παίρνω,σπαταλή (μακριά)

επιστρέφω,κέρδος,θεραπεύω,ανακτώ,επισκευάζω,συγκέντρωση,αναπληρώνω,αναρρώνω (από),αναρρώσω,κουνώ (από πάνω)

sicked => άρρωστος, sick bays => Νοσοκομείο, sick bay => Ασθενείς, sick and tired => σκασμένος και κουρασμένος, siccing => παρότρυνση,