Greek Meaning of sick and tired

σκασμένος και κουρασμένος

Other Greek words related to σκασμένος και κουρασμένος

Definitions and Meaning of sick and tired in English

sick and tired

thoroughly fatigued or bored, fed up

FAQs About the word sick and tired

σκασμένος και κουρασμένος

thoroughly fatigued or bored, fed up

βαρετό,απογοητευμένος,άρρωστος, -η, -ο,κουρασμένος,ενοχλημένος,εξαντλημένος,απογοητευμένος,κουρασμένος,κουρασμένος,κουρασμένος

απορροφάται,αρραβωνιασμένος,απορροφημένος,ενθουσιασμένος,γαλβανισμένο,ενδιαφέρομαι,περιέργως,διεγερμένος,διασκεδασμένος,κινούμενη

siccing => παρότρυνση, sicced => παρότρυναν, sibyls => Σίβυλλες, siblings => αδέλφια, shying (from or away from) => Ντροπαλός (από ή μακριά από),