Greek Meaning of played out
έπαιξε
Other Greek words related to έπαιξε
- στραγγισμένος
- εξαντλημένος
- κουρασμένος
- κουρασμένος
- εξαλειφθεί
- φθαρμένος
- εξαντλημένος/η
- Πολύ φθαρμένο
- all in
- κουρασμένος
- ρυθμός
- χτυπημένος
- εξουθενωμένος
- εξαντλημένος
- νεκρός
- έγινε
- Κουρασμένος
- κουρασμένος
- εξαντλημένος
- κουτσός
- προσκυνημένος
- δαπανηθεί
- κουρασμένος
- κουρασμένος
- poop
- εξαντλημένος
- Θολό
- σπασμένος
- καμμένος έξω
- εξασθενημένος
- Υπνηλία
- εξαντλημένος
- εξασθενημένος
- ληθαργικός
- Υπερκόπω
- ερειπωμένος
- αποκαμωμένος
- νυσταγμένος
- Αργός
- ξεθωριασμένος
- εξασθενημένος
- Φθαρμένος
- υπερβολικά κουρασμένος
- Υπερφορτωμένος
Nearest Words of played out
Definitions and Meaning of played out in English
played out (s)
drained of energy or effectiveness; extremely tired; completely exhausted
worn out
FAQs About the word played out
έπαιξε
drained of energy or effectiveness; extremely tired; completely exhausted, worn out
στραγγισμένος,εξαντλημένος,κουρασμένος,κουρασμένος,εξαλειφθεί,φθαρμένος,εξαντλημένος/η,Πολύ φθαρμένο,all in,κουρασμένος
ενεργός,φρέσκος,αναζωογονητικό,ανανεωμένος,χαλαρός,ξεκούραστος,ακούραστος,Ενεργητικός,ζωηρός,αναζωογονημένος
played => παίζεται, playday => ημέρα παιχνιδιού, playboy => πλέιμποϊ, play-box => κουτί παιχνιδιών, playbox => Κουτί παιχνιδιών,