Greek Meaning of tapped out

εξαντλημένος/η

Other Greek words related to εξαντλημένος/η

Definitions and Meaning of tapped out in English

tapped out

out of money, spent, exhausted

FAQs About the word tapped out

εξαντλημένος/η

out of money, spent, exhausted

στραγγισμένος,εξαντλημένος,έπαιξε,κουρασμένος,κουρασμένος,εξαλειφθεί,φθαρμένος,Πολύ φθαρμένο,all in,κουρασμένος

ενεργός,φρέσκος,αναζωογονητικό,ανανεωμένος,χαλαρός,ξεκούραστος,ακούραστος,Ενεργητικός,ζωηρός,αναζωογονημένος

tapering (off) => μείωση (σταδιακή), tapered off => σταδιακά μειωμένο, tapered (off) => κωνικό (απενεργοποιημένο), taper (off) => μείωση, tap-dancing => Τσακμάκια,